ΟΙ Ενέργειες των Εταιρικών Οργάνων και ο Ρόλος των Καταστατικών Διατάξεων

Η Ανώνυμη Εταιρεία αποτελεί εταιρικό τύπο κεφαλαιουχικού χαρακτήρα, είτε αυτή πρόκειται για εισηγμένη ή μη εταιρεία. Η ύπαρξη κεφαλαίου το οποίο διαιρείται σε μετοχές, αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά μίας Ανώνυμης Εταιρείας. Η ύπαρξή του κρίνεται αναγκαία διότι σε αυτό στηρίζεται η πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού και ο ρόλος του είναι αναγκαίος διότι αποτελεί την εγγύηση για τους εταιρικούς δανειστές, διαφοροποιώντας αυτόν τον εταιρικό τύπο από τις προσωπικές εταιρείες όπου οι εταίροι έχουν προσωπική ευθύνη. Ουσιαστικά για τα χρέη της εταιρείας ευθύνεται μόνο η ίδια με την περιουσία της.

Το ελάχιστο κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας, σύμφωνα με το Νόμο 4548/2018 που αντικατέστησε τον 2190/1920, είναι 25.000 € το οποίο διαιρείται πλέον μόνο σε ονομαστικές μετοχές αφού με τον ίδιο νόμο οι ανώνυμες μετοχές έχουν καταργηθεί. Το κεφάλαιο της εταιρείας μπορεί να καταβληθεί είτε σε μετρητά είτε σε είδος όπως επίσης και με τμηματική καταβολή, δηλαδή με δόσεις. 

Κατά τη σύσταση της Ανώνυμης Εταιρείας οι μέτοχοι ή ο μοναδικός μέτοχος στην περίπτωση της μονοπρόσωπης Ανώνυμης Εταιρείας, θα πρέπει να αποφασίσουν ποιο θα είναι το ύψος του κεφαλαίου, γνωρίζοντας ότι το ελάχιστο απαιτούμενο είναι 25.000 € όπως επίσης και σε πόσες ονομαστικές μετοχές θα διαιρείται, με βασική προϋπόθεση η ελάχιστη ονομαστική αξίας της μετοχής να ανέρχεται σε 0,04 € και η μέγιστη στα 100 €. Η σύσταση αυτής μπορεί να γίνει είτε με πρότυπο καταστατικό μέσω της e-ΥΜΣ (https://eyms.businessportal.gr/auth) είτε με συμβολαιογραφικό έγγραφο εφόσον το επιθυμούν οι μέτοχοι ή το επιβάλλει ειδική διάταξη νόμου ή αν εισφέρονται στην εταιρεία περιουσιακά στοιχεία, για τη μεταβίβαση των οποίων απαιτείται αυτός ο τύπος. 

Στην περίπτωση αυτής της μελέτης το αντικείμενό της είναι η εκπρόθεσμη καταβολή κεφαλαίου σύσταση της εταιρείας, με καταβολή μετρητών, και η ανάδειξη των καταστατικών ρυθμίσεων οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν και να καθορίσουν τη συνέχεια της Ανώνυμης Εταιρείας, τις μετοχικές σχέσεις, τις ενέργειες του Διοικητικού Συμβουλίου ή του μονομελούς Διοικητικού Οργάνου (Σύμβουλος Διαχειριστής ) αλλά και τις ευθύνες της Διοίκησης της Εταιρείας.  

  1. ΤΡΟΠΟΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Η σύσταση της Ανώνυμης Εταιρείας με καταβολή μετρητών μπορεί να γίνει με ιδιωτικό έγγραφο μέσα από την υπηρεσία μίας Στάσης είτε κατ’ επιλογή με συμβολαιογραφικό τύπο. Ιδιαίτερα, τον τρόπο σύστασης Ανωνύμων Εταιρειών με πρότυπο καταστατικό τον συναντάμε στις «οικογενειακές» Ανώνυμες Εταιρείες όπου υπάρχουν συγγενικές σχέσεις μεταξύ των μετόχων, στις «κλειστές» ανώνυμες εταιρείες  με λίγους μετόχους οι οποίοι συνδέονται με προσωπικές σχέσεις και στις «μονοπρόσωπες» ανώνυμες εταιρείες, στην περιενδυμένη ατομική επιχείρηση με τον μανδύα της ανώνυμης εταιρείας (ΠΕΡΑΚΗΣ Ε. , 2020). 

    1. Σύσταση από την Υπηρεσία Μίας Στάσης.

Με τη σύσταση της εταιρείας μέσω της υπηρεσίας μίας στάσης, το πρότυπο καταστατικό περιλαμβάνει εννέα άρθρα που προβλέπονται στο άρθρο 9 του Ν. 4441/2016 (Α΄ 227) και στο άρθρο 5 του Ν. 4548/2018 (Α΄104) όπως ισχύει (https://eyms.businessportal.gr/auth, 2021). Με το πρότυπο καταστατικό σύστασης δεν περιλαμβάνονται διατάξεις που ρυθμίζουν τα περί καταβολής του αρχικού κεφαλαίου ή της παράλειψης καταβολής του, όπως επίσης δεν περιλαμβάνονται καταστατικές διατάξεις που να ρυθμίζουν την απαιτούμενη απαρτία και πλειοψηφία για την απόσβεση, μερική ή ολική του κεφαλαίου, η οποία θα μπορούσε να ρυθμίσει το ύψος του κεφαλαίου σύστασης στην περίπτωση της προβληματικής καταβολής του. Έτσι, η απόσβεση του κεφαλαίου μπορεί να γίνει μόνο με την αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης.  

    1. II.Σύσταση με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Στην περίπτωση σύστασης με συμβολαιογραφικό έγγραφο εναπόκειται στην διορατικότητα του συμβολαιογράφου ή των ιδρυτών να περιληφθούν καταστατικές διατάξεις περί της καταβολής ή της παράλειψης καταβολής σε εταιρικό λογαριασμό του αρχικού κεφαλαίου ή διατάξεις για την μερική καταβολή και τους όρους αυτής όπως προβλέπονται από το Νόμο 4548/2018. Όπως επίσης, θα μπορούσε να ρυθμιστεί καταστατικά η απόσβεση του κεφαλαίου με την απλή απαρτία και πλειοψηφία. 

Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι θα μπορούσε να προβλεφθεί με καταστατική ρύθμιση στο αρχικό καταστατικό, η παράλειψη καταβολής σε λογαριασμό να μην επάγεται ακυρότητα, αν αποδειχτεί ότι στο σχετικό ποσό δαπανήθηκε για σκοπούς της εταιρείας (παρ. 3 άρθρο 20 του Ν. 4548/2018). Επίσης, θα μπορούσε να ρυθμιστεί καταστατικά η καταβολή του αρχικού κεφαλαίου σε δόσεις, καθορίζοντας τον χρόνο καταβολής της κάθε μίας δόσης, το τμήμα της αξίας της κάθε δόσης. Ακόμα, θα μπορούσε να ρυθμιστεί καταστατικά η κατάπτωση ποινικών ρητρών για την περίπτωση της μη εμπρόθεσμης καταβολής της εισφοράς

Η σύσταση ανώνυμης εταιρείας με έντονο τον κεφαλαιουχικό της χαρακτήρα, επιτάσσει την ιδιαίτερη μελέτη των καταστατικών διατάξεων που μπορούν να ρυθμίσουν ενδοτικά τις σχέσεις των ιδρυτών και των υπόλοιπων μετόχων και τις σχέσεις της εταιρείας με τους τρίτους, την μελέτη των προσωπικών σχέσεων των ιδρυτών αλλά και την κοινοποίηση σε αυτούς όλων των επιλογών που διαθέτουν, πριν ολοκληρωθεί η συγγραφή του εταιρικού καταστατικού. 

  1. ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΡΧΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Η καταβολή του κεφαλαίου διαφέρει από την κάλυψη. «Καταβολή του κεφαλαίου επέρχεται με την εκπλήρωση της υποχρέωσης που αναλήφθηκε από τους μετόχους για καταβολή της εισφοράς. » (ΡΟΚΑΣ, 2019, σ. 210). Κάλυψη του κεφαλαίου είναι η ανάληψη της υποχρέωσης για καταβολή της εισφοράς. 

    1. ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΡΧΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Στην παράγραφο 1, άρθρο 20 του Νόμου 4548/2018 αναφέρεται ότι το αρχικό κεφάλαιο πρέπει να καταβληθεί κατά τη σύσταση της εταιρεία, διατύπωση που δεν χαρακτηρίζεται από σαφήνεια (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 371). Η καταβολή, μερική ή ολική, των εισφορών πρέπει να συντελεστεί το αργότερο με την ολοκλήρωση της ιδρυτικής διαδικασίας όπου το ελάχιστο ύψος του κεφαλαίου πρέπει να είναι ολοσχερώς καταβεβλημένο κατά τη σύσταση της εταιρείας , ή με άλλη διατύπωση του νόμου αυτό καταβάλλεται κατά τη σύσταση της εταιρείας,  . Με την κρατούσα άποψη του προϊσχύοντος δικαίου, η καταβολή των εισφορών πρέπει να γίνει μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ίδρυσης, δηλαδή μέχρι την καταχώρηση της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ. (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 371). Το καταστατικό μπορεί να ορίζει προγενέστερο χρόνο καταβολής, όπως π.χ. κατά τη σύναψη του καταστατικού όχι όμως μεταγενέστερο (ΡΟΚΑΣ, 2019, σ. 210)

Κατά την πρακτική, η τήρηση ειδικού τραπεζικού λογαριασμού από νομικό πρόσωπο απαιτεί την δημοσιευμένη ανακοίνωση σύστασης της εταιρείας και τα τραπεζικά ιδρύματα ζητούν από το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο από το Διοικητικό Συμβούλιο, την κατάθεση ανακοίνωσης σύστασης από το Γ.Ε.ΜΗ. όπως επίσης στα έντυπα αυτοπιστοποίησης του νομικού προσώπου απαιτείται να αναγραφεί ο Α.Φ.Μ. αλλά και ο αρ. Γ.Ε.ΜΗ. στοιχεία τα οποία η εταιρεία μπορεί να ανακτήσει κατά τη σύστασή της. Γίνεται δεκτό ότι η καταβολή του αρχικού κεφαλαίου μπορεί να γίνει μετά την ίδρυση της εταιρείας και μέχρι την παρέλευση του διμήνου κατά την οποία θα πρέπει να πιστοποιηθεί η καταβολή του από το Διοικητικό Όργανο. Μάλιστα, στις εξαιρούμενες περιπτώσεις που η πιστοποίηση γίνεται από το Διοικητικό Όργανο και όχι από ορκωτό λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία περιλαμβάνεται η επί της καταβολής του αρχικού κεφαλαίου (ανεξαρτήτου ύψος) ως προς όλες τις Ανώνυμες Εταιρείες (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 374)

    1. II.ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΧΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Το διοικητικό όργανο θα πρέπει στο πρώτο δίμηνο από τη σύσταση της εταιρείας να πιστοποιήσει την καταβολή του κεφαλαίου. Πρόκειται για διαδικασία προστασίας των μετόχων, δανειστών και τρίτων, όπου η διαδικασία αυτή δεν υπόκειται στον έλεγχο της Διοίκησης αλλά στους διενεργούντες την πιστοποίηση οι οποίοι φέρουν το βάρος της απόδειξης. Καινοτομία του νέου νόμου για τις Ανώνυμες Εταιρείας αποτελεί η πιστοποίηση του κεφαλαίου να πραγματοποιείται από ορκωτούς ελεγκτές ή ελεγκτική εταιρεία ή από το Διοικητικό Όργανο. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ανεξαρτήτου ύψους αρχικού κεφαλαίου, επιτρέπεται η πιστοποίησή του να γίνει από το Διοικητικό Όργανο και όχι από ορκωτό λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία.

    1. III.ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΣΕ ΕΤΑΙΡΙΚΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ

Στο σημείο αυτό θα γίνει αναφορά για την περίπτωση της μη καταβολής του αρχικού κεφαλαίου σε εταιρικό λογαριασμό το οποίο όμως έχει δαπανηθεί για σκοπούς της εταιρείας. Εφόσον υπάρχει τέτοια καταστατική πρόβλεψη, η καταβολή θεωρείται έγκυρη και το Διοικητικό Όργανο κατά την πιστοποίηση της καταβολής, θα πρέπει να παραθέτει τα σχετικά παραστατικά. Είναι σαφές ότι μία τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να προβλεφθεί σε πρότυπο καταστατικό σύστασης, όπως επίσης τονίζεται η αναγκαιότητα ύπαρξης τέτοιας καταστατικής διάταξης του αρχικού καταστατικού σύστασης που έχει τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου.  

Ωστόσο, το ερώτημα που έρχεται να τεθεί και μπορεί να δώσει λύση στην περίπτωση μη καταστατικής πρόβλεψης, είναι αν «η πρόβλεψη αυτή προηγείται της χρησιμοποίησης της εισφοράς για σκοπούς της εταιρείας ή μπορεί να έπεται «νομιμοποιώντας» με τον τρόπο αυτό εκ των υστέρων μία τέτοια καταβολή. » (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 368). Είναι μία λύση η οποία δεν μπορεί να αποκλειστεί αφού πρόκειται για βούληση των ιδρυτών (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 368). Υποστηρίζεται ότι η ανοχή της απόκλισης από την κατάθεση σε εταιρικό λογαριασμό του κεφαλαίου σύστασης επιτρέπει μία τέτοια καταστατική ρύθμιση που θα έπεται της χρησιμοποίησης του αρχικού κεφαλαίου για τους εταιρικούς σκοπούς. Έτσι, οι ιδρυτές μέτοχοι με απόφασή τους, μπορούν να τροποποιήσουν το αρχικό καταστατικό με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης ακόμα και με ιδιωτικό έγγραφο, είτε αυτό έχει συνταχθεί σύμφωνα με το πρότυπο καταστατικό, είτε με συμβολαιογραφικού τύπου καταστατικό και να επιτρέψουν την χρησιμοποίηση των δαπανών τους για την κάλυψη του αρχικού κεφαλαίου. 

Τονίζεται ότι η δυνατότητα χρησιμοποίησης της εισφοράς για σκοπούς της εταιρείας δεν ισχύει για εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. 

  1. ΜΗ ΕΜΠΡΟΘΕΣΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΥΣΤΑΣΗΣ

Στη παρούσα μελέτη γίνεται αναφορά στην μη εμπρόθεσμη καταβολή του κεφαλαίου. Γίνεται σαφές ότι δεν θα γίνει αναφορά στην διαδικασία κατά την οποία έχει καταβληθεί το αρχικό κεφάλαιο εμπρόθεσμα. 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ & ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΗ ΕΜΠΡΟΘΕΣΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΥΣΤΑΣΗΣ

Με τις παραγράφους 5 & 6 του άρθρου 21 του Νόμου 4548/2018 ρυθμίζονται αναλογικώς οι έννομες συνέπειες από τη εμπρόθεσμη καταβολή του κεφαλαίου. Σε αυτές τις ρυθμίσεις «είναι διάχυτη η βούληση του νομοθέτη να αυστηροποιήσει τις συνέπειες από τη μη καταβολή. » (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 387). Προφανώς η αυστηροποίηση (ΠΕΡΑΚΗΣ Ε. , 2018) των συνεπειών έρχεται να προστατεύσει την εταιρεία, τους δανειστές και μετόχους και προσπαθεί να αποτρέψει τους μετόχους από το να τεθούν υπερήμεροι. 

  1. ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ

Το Διοικητικό Όργανο κατά τη λήξη του πρώτου διμήνου από τη σύσταση της εταιρείας και εφόσον έχει διαπιστώσει ότι δεν έχει καταβληθεί το αρχικό κεφάλαιο της εταιρείας, είτε εν μέρει από κάποιον ή κάποιους ιδρυτές ή στο σύνολό του, οφείλει τότε να τους ενημερώσει και τους παρέχει διορία ενός (1) μηνός για την καταβολή του. Με την ενημέρωση αυτή τους προειδοποιεί παράλληλα ότι σε « περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας αυτής  οι μη αποπληρωθείσες μετοχές θα ακυρωθούν και οι τυχόν καταβολές, που έλαβαν χώρα, παραμένουν στην εταιρεία ως ποινική ρήτρα » (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 388).  

Ο μέτοχος καθίσταται υπερήμερος, και το Διοικητικό Όργανο οφείλει να ενημερώσει τους μετόχους, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της εταιρείας. Η προθεσμία ενός μηνός «είναι ανελαστική, δηλαδή δεν μπορεί ούτε να συντμηθεί ούτε να επιμηκυνθεί.» (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 388). Η ενημέρωση αυτή είναι υποχρεωτική ώστε να μπορέσει το Διοικητικό Όργανο να περάσει στα επόμενα βήματα. Στην ενημέρωση αυτή το Διοικητικό Όργανο οφείλει να προειδοποιήσει τον υπερήμερο μέτοχο για τις συνέπειες που θα υποστεί, δηλαδή για την ακύρωση των αποπληρωθείσων μετοχών και την τυχόν παρακράτηση των τυχόν καταβληθέντων ποσών ως ποινική ρήτρα. Μάλιστα, αν στο αρχικό καταστατικό, που προφανώς κάτι τέτοιο δεν συναντάμε σε πρότυπα καταστατικά, υπάρχουν επιπλέον ποινικές ρήτρες οι μέτοχοι θα υποστούν τις συνέπειές τους. Σε αυτές τις επιπλέον ποινικές ρήτρες αναφέρεται η παρ. 6 του άρθρου 21 του Νόμου 4548/2018 για τις οποίες δεν απαιτείται να ενημερωθεί ο μέτοχος (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 388) .  Η ειδοποίηση των μετόχων είναι ατομική και « συνεπώς αποκλείεται Γενική Συνέλευση» (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 388). 

Στο διάστημα μέχρι την λήξη της προθεσμίας ο μέτοχος μπορεί να ολοκληρώσει και να καταβάλει την οφειλόμενη εισφορά του αναιρώντας τον κίνδυνο να υποστεί τις έννομες συνέπειες. «Εξαίρεση θα πρέπει να γίνει δεκτή ως προς την καταβολή τόκου υπερημερίας, η οποία θα αποτελεί και αντικίνητρο για εκπρόθεσμη καταβολή της εισφοράς από τους μετόχους » (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 389).

Η διαδικασία που πρέπει να τηρήσει το Διοικητικό Όργανο, σε συνέχεια μη καταβολής της οφειλόμενης εισφοράς, διαφέρει και εξαρτάται από τον τύπο μετοχών. Μετά τον Νόμο 4548/2018 οι μετοχές είναι πλέον μόνο ονομαστικές, ωστόσο αυτές μπορούν να είναι κοινές ή δεσμευμένες. 

  1. ΑΚΥΡΩΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ

  1. Κοινές μετοχές. 

Στην περίπτωση που οι μέτοχοι, κάτοχοι κοινών ονομαστικών μετοχών, δεν ανταποκριθούν στην ειδοποίηση του Διοικητικού Οργάνου, αυτό με απόφασή του ακυρώνει τις μετοχές του υπερήμερου και παρακρατεί ως ποινική ρήτρα υπέρ αυτής τυχόν καταβληθείσες εισφορές. « Με τα ποσά από την παρακρατηθείσα ποινική ρήτρα θα σχηματιστεί ισόποσο αποθεματικό το οποίο δεν διανέμεται ως κέρδη. »  (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 389).

Σε αυτό το στάδιο η ακύρωση των μετοχών « δεν συνεπάγεται μείωση του κεφαλαίου αλλά «ακύρωση» της μετοχικής σχέσης του συγκεκριμένου μετόχου από τις συγκεκριμένες μη πλήρως αποπληρωθείσες μετοχές » (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 389) αφού όπως θα δούμε παρακάτω η εταιρεία προχωρά σε έκδοση νέων μετοχών. 

Η απόφαση του Διοικητικού Οργάνου για ακύρωση των μετοχών θα πρέπει να ληφθεί αμέσως. Μέχρι τη λήψη απόφασης, γίνει η καταβολή από τον υπερήμερο μέτοχο, τότε γίνεται δεκτό ότι δεν επέρχονται οι έννομες συνέπειες πλην της καταβολής τόκου υπερημερίας. Δεν υπάρχει σαφήνεια ως προς τον χρόνο που πρέπει να λάβει απόφαση το Διοικητικό Όργανο για την ακύρωση των μετοχών του υπερήμερου μετόχου. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην παρ. 5 του άρθρου 21 του Νόμου 4548/2018 ότι «…Με την παρέλευση άπρακτης της ως άνω προθεσμίας η εταιρεία γνωστοποιεί στους μη καταβάλοντες μετόχους, ότι ακυρώνει…».

Νομιμότητα αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου

  1. Σύγκληση Διοικητικού Συμβουλίου 

Για να λάβει απόφαση το Διοικητικό Όργανο και εφόσον είναι Διοικητικό Συμβούλιο και όχι Σύμβουλος Διαχειριστής, θα πρέπει να συγκληθεί σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 91 του Νόμου 4548/2018 και επιπλέον θα πρέπει να τηρούνται συγκεκριμένες διατυπώσεις που αποσκοπούν στην έγκαιρη ενημέρωση των μελών του ώστε να μη πληγεί το κύρος των αποφάσεών του (ΒΕΡΒΕΣΟΣ, 2020).  Δηλαδή θα πρέπει να προσκληθεί τουλάχιστον δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση και πέντε (5) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες αν η συνεδρίαση πρόκειται να διεξαχθεί εκτός της έδρας της εταιρείας, εκτός αν αλλιώς ορίζεται στο καταστατικό (βραχύτερες προθεσμίες). «Σε αυτές τις προθεσμίες δεν συνυπολογίζονται η ημέρα γνωστοποίησης της πρόσκλησης, και η ημέρα συνεδρίασης του Δ.Σ. » (ΒΕΡΒΕΣΟΣ, 2020, σ. 1139). Η γνωστοποίηση μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο, ακόμα και με τη χρήση των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας όπως το e-mail. Η σαφήνεια των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης κρίνεται επιβεβλημένη και απαραίτητη διότι σε αντίθετη περίπτωση, απαιτείται ομόφωνη απόφαση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου για να μπορέσει ένα θέμα να συζητηθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο. 

Η παραπάνω τήρηση της διαδικασίας κρίνεται απαραίτητη διότι οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου μπορούν να πάσχουν και να τηρηθεί ο κανόνας της ακυρότητας. «Η απόφαση του Δ.Σ. πάσχει επίσης, όταν ελήφθη κατά παράβαση των διατάξεων για τη νόμιμη σύγκληση του Δ.Σ. όπως όταν η πρόσκληση δεν κοινοποιήθηκε σ’ όλα τα μέλη του ή δεν κοινοποιήθηκε εντός του προβλεπόμενου χρόνου » (ΒΕΡΒΕΣΟΣ, 2020, σ. 1168).

Υπάρχει η περίπτωση, ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ή ο αναπληρωτής του με τα καθήκοντα σύγκλησης Διοικητικού Συμβουλίου, να μην συγκαλέσει το Διοικητικό Συμβούλιο για να εξυπηρετήσει δικά του συμφέροντα όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που κάποιος υπερήμερος μέτοχος έχει κοινά συμφέροντα με τον Πρόεδρο ή στην περίπτωση που και ο ίδιος δεν έχει ασκήσει την μετοχική του υποχρέωση για την καταβολή της εισφοράς του. Σε μία τέτοια περίπτωση θα μπορούσαν τουλάχιστον δύο (2) μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να αιτηθούν, με σαφήνεια στην θεματολογία της ημερήσιας διάταξης, στον Πρόεδρο να συγκαλέσει το Διοικητικό Συμβούλιο. Μετά από αυτό το αίτημα ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ή ο αναπληρωτής του οφείλουν να συγκαλέσουν το Διοικητικό Συμβούλιο εντός προθεσμίας επτά (7) ημερών.  Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση κατά την οποία ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ή ο αναπληρωτής του ολιγωρήσουν, τότε επιτρέπεται στα μέλη που κατέθεσαν το αίτημα της σύγκλησης του Διοικητικού Συμβουλίου, να συγκαλέσουν αυτά (το Δ.Σ.) εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την λήξη της παραπάνω επταήμερης προθεσμίας με γνωστοποίηση της σχετικής πρόσκλησης στα λοιπά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. 

  1. Απαρτία και πλειοψηφία Διοικητικού Συμβουλίου

Γίνεται σαφές λοιπόν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να συγκαλέσει τα μέλη του σε εύλογο χρονικό διάστημα, ώστε αυτά να μπορέσουν να ανταποκριθούν. Έτσι, ο πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του, θα πρέπει να συγκαλέσουν το Διοικητικό Συμβούλιο με θέμα την ακύρωση των μετοχών των υπερήμερων μετόχων σε εύλογο χρονικό διάστημα που επιτάσσει η επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία, προασπίζοντας τα συμφέροντα της εταιρείας. Βασική υποχρέωση επιμελούς διαχείρισης είναι και η τήρηση του νόμου και του καταστατικού (ΡΟΚΑΣ, 2019, σ. 298). Είναι προφανές ότι η μη σύγκληση του Διοικητικού Συμβουλίου από τον πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του εφόσον συντρέχουν και οι προϋποθέσεις υπαιτιότητας, θέτουν ευθέως ζήτημα ευθύνης του προέδρου και των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου έναντι της εταιρείας (ΒΕΡΒΕΣΟΣ, 2020, σ. 1138). 

Εκτός από το θέμα της σύγκλησης, το Διοικητικό Συμβούλιο απασχολεί η απαιτούμενη απαρτία και πλειοψηφία με την οποία οι αποφάσεις του είναι νόμιμες. Έτσι, πρέπει να παρίστανται τα μισά μέλη του, (όχι λιγότερα των τριών) και να λαμβάνονται οι αποφάσεις με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων και αντιπροσωπευόμενων μελών του, εκτός αν αλλιώς ορίζει το καταστατικό. Είναι σαφές ότι σε ένα πρότυπο καταστατικό δεν υπάρχει πρόνοια για μεγαλύτερη απαιτούμενη πλειοψηφία. 

Οπότε, μπορεί να υπάρξει χρονική καθυστέρηση στην απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου για την ακύρωση των μετοχών των υπερήμερων μετοχών, χρόνος ο οποίος μπορεί να αποβεί προς όφελος του υπερήμερου μετόχου ώστε να καταθέσει την οφειλόμενη εισφορά του, αναιρώντας τον κίνδυνο να ακυρωθούν οι μετοχές του.

  1. ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ

Εφόσον το Διοικητικό Όργανο λάβει απόφαση για την ακύρωση των μετοχών των υπερήμερων μετόχων, τότε ταυτοχρόνως εκδίδει νέες μετοχές, ίσες σε αριθμό με τις ακυρωθείσες και προβαίνει σε ελεύθερη διάθεση αυτών, αφού προηγουμένως τις προσφέρει στους λοιπούς μετόχους. Έτσι, το Διοικητικό Όργανο πρέπει να τηρήσει την διαδικασία για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης. Ο τρόπος σύνταξης του εταιρικού καταστατικού επηρεάζει την διαδικασία του Δικαιώματος προτίμησης. Έτσι, αν το καταστατικό της εταιρείας είναι πρότυπο τότε τηρείται το άρθρο 26 του Νόμου 4548, αλλιώς αν στο καταστατικό σύστασης συμβολαιογραφικού τύπου περιλαμβάνονται διατάξεις για την διαδικασία της άσκησης του δικαιώματος προτίμησης, τότε θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και αυτές από το Διοικητικό Όργανο.

  1. ΜΕΙΩΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

 Αν η διαδικασία αποβεί άκαρπη, τότε η εταιρεία υποχρεούται να προβεί σε μείωση του κεφαλαίου κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας των μη εκποιηθεισών μετοχών με απόφαση της πρώτης Γενικής Συνέλευσης που θα συγκληθεί, ακόμα και αν το θέμα αυτό δεν τίθεται στην ημερήσια διάταξή της. Η απόφαση αυτή, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4548/2018 επί του άρθρου 21, λαμβάνεται με την απλή απαρτία και πλειοψηφία. Επίσης, στην περίπτωση μείωσης του κεφαλαίου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 30 του Νόμου 4548/2018 για την προστασία δανειστών, οι οποίες μπορούν να προσδώσουν επιπλέον δυσκολίες για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης από την εταιρεία.  

Ενναλακτικά, εφόσον η εταιρεία δεν καταφέρει να εισπράξει ή να διαθέσει τις μετοχές μπορεί να προχωρήσει σε απόσβεση κεφαλαίου. 

  1. ΑΠΟΣΒΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Με την απόσβεση κεφαλαίου, η οποία λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, εκτός αν υπάρχει καταστατική πρόβλεψη για απλή απαρτία και πλειοψηφία  (οπότε η απλή απαρτία και πλειοψηφία δεν μπορεί να διατυπωθεί σε πρότυπο καταστατικό) μπορεί να γίνει ολική ή μερική απαλλαγή των μετόχων από την υποχρέωση καταβολής του καλυφθέντος και μη καταβληθέντος κεφαλαίου. Το πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση είναι η χρονική καθυστέρηση, συγκριτικά ως προς την μηνιαία προθεσμία του πρώτου σταδίου (ενημέρωση υπερήμερων μετόχων) αφού η απόφαση θα πρέπει να ληφθεί από τη Γενική Συνέλευση. (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 388), τηρώντας της διαδικασία προσκλήσεως ή επαναληπτικών συνελεύσεων, όπου κρίνεται απαραίτητο. 

Επίσης τονίζεται ότι η απόσβεση κεφαλαίου δεν συνιστά μείωση του κεφαλαίου. Πέρα από αυτό όμως, ενδεχομένως να πρέπει να αντιμετωπιστούν επιπλέον δυσκολίες ως προς τις σχέσεις των μετόχων, αφού ο μέτοχος αποσβεσμένων μετοχών δεν στερείται την μετοχική του σχέση και οι αποσβεσμένες μετοχές εξακολουθούν να ενσωματώνουν μετοχικά δικαιώματα. Ο μέτοχος αποσβεσμένων μετοχών στερείται το δικαίωμα της επιστροφής της εισφοράς κατά την εκκαθάριση της εταιρείας και το δικαίωμα στο ελάχιστο μέρισμα (ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ, 2020, σ. 474). Ο προβληματισμός από την δικαιοπολιτική σκοπιά που τίθεται είναι η αναζήτηση του λόγου να «αποδοθούν, μέσω της εταιρικής πράξης της απόσβεσης, περιουσιακά (έστω περιορισμένα) και διοικητικά (πλήρη) μετοχικά δικαιώματα σε πρόσωπα, τα οποία δεν ανταποκρίθηκαν στην πρωταρχική υποχρέωση καταβολής του κεφαλαίου» (ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ, 2020, σ. 477) . Θα πρέπει να τονιστεί ότι η απόσβεση κεφαλαίου υποβάλλεται σε δημοσιότητα.

  1. Δεσμευμένες μετοχές. 

Στην περίπτωση που οι μετοχές είναι δεσμευμένες με καταστατική ρήτρα, η διαδικασία που πρέπει να τηρήσει το Διοικητικό Όργανο είναι η ακύρωση των μετοχών. Η διαφορά είναι ότι σε αυτή την περίπτωση, ακυρώνονται οι μετοχές των υπερήμερων μετόχων αλλά δεν εκδίδονται νέες προς ελεύθερη διάθεση και η εταιρεία υποχρεούται να προβεί σε μείωση του κεφαλαίου κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας των μη ακυρωθέντων μετοχών με απόφαση της πρώτης Γενικής Συνέλευσης που θα συγκληθεί, ακόμα και αν το θέμα αυτό δεν τίθεται στην ημερήσια διάταξή της.

  1. ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Κατά την περίπτωση που το αρχικό κεφάλαιο της εταιρείας δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα ή ακόμα και στην περίπτωση που δεν καταβληθεί, δεν τίθεται θέμα ακυρότητας της εταιρείας «καθώς η μη καταβολή δεν συμπεριλαμβάνεται στους περιοριστικά αναφερόμενους στο αρθ.11 παρ. 1 λόγους ακυρότητας» (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 377).

Η μη καταβολή του οριζόμενου ολοσχερούς καταβλητέου στο καταστατικό κεφάλαιο της εταιρείας μπορεί να οδηγήσει, σε όποιον έχει έννομο συμφέρον, στη δικαστική λύση της εταιρείας. Βασική προϋπόθεση είναι να ακολουθηθεί πρωτίστως η παραπάνω διαδικασία του Διοικητικού Οργάνου. Έτσι, εφόσον δεν έχουν καταβληθεί οι εισφορές των μετόχων τότε συντρέχει λόγος δικαστικής λύσης της Α.Ε. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να εξακολουθεί το κεφάλαιο της εταιρείας να παραμένει μη καταβεβλημένο κατά την υποβολή της αίτησης για λύση της εταιρείας ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου. Από τα παραπάνω «συνάγεται ότι η εκπρόθεσμη καταβολή του κεφαλαίου δεν συνιστά λόγο δικαστικής λύσης και, συνακόλουθα δεν είναι εφαρμοστέο στην περίπτωση αυτή το άρθ.165 παρ. 1 περ. α΄» (ΚΑΡΑΜΑΝΑΚΟΥ, 2020, σ. 2171) . 

Επίσης, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του κ. Ιάκωβου Ε. Βανιέρη Δικηγόρου Επίκ. Καθηγητή Νομικής Αθηνών στις παρατηρήσεις του επί της αποφάσεως ΠΠρΘεσ 2194/2016 για τη λύση ανώνυμης εταιρείας λόγω μη καταβολής κατά τη σύσταση του καταβλητέου κεφαλαίου, αναφέρεται ότι ο νομοθέτης ενδιαφέρεται να έχει καλυφθεί το κεφάλαιο της Α.Ε. είτε άμεσα από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο μέτοχο ή και από τρίτους (ακόμα και μη μετόχους) για λογαριασμό του μετόχου. Επιχειρηματολογεί αναφερόμενος στο άρθρο 8 του Νόμου 2190/1920, σύμφωνα με το οποίο το κεφάλαιο καλύπτεται «…από έναν ή περισσότερους ιδρυτές» ενώ διαφορετικά θα μπορούσε να διατυπωθεί αναφέροντας ότι «καλύπτεται από τους ιδρυτές» (ΠΠρΘεσ 2194/2016, 2017). Αντιστοίχως, το άρθρο 16 παρ. 2 του Νόμου 4548/2018 όπου έχει αντικαταστήσει τον Ν.2190/1920, αναφέρει επίσης ότι το κεφάλαιο «…καλύπτεται…από έναν ή περισσότερους ιδρυτές…».

Αν και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4548/2018 επί του άρθρου 20 στην γ’ περίπτωση αναφέρεται ότι καταργείται η προϊσχύουσα  δυνατότητα μεταγενέστερης καταβολής του κεφαλαίου, «εάν αποδεικνύεται ότι το σχετικό ποσό υπάρχει και ότι κατατέθηκε εκ των υστέρων σε λογαριασμό της εταιρείας» ώστε να αποτραπούν φαινόμενα καταχρήσεων, η συμμόρφωση έστω και εκ των υστέρων ως προς την καταβολή του αρχικού κεφαλαίου θεραπεύει το λόγο λύσης της εταιρείας. Ωστόσο, η εταιρεία θα έχει φτάσει στο στάδιο λίγο πριν τη λύση της και θα εξαρτάται από την δικαστική απόφαση. Πέρα από τα παραπάνω, το δικαστήριο πριν εκδώσει την απόφαση για την λύση της Α.Ε. οφείλει να ορίσει μία εύλογη προθεσμία από δύο (2) έως τέσσερις (4) μήνες για την άρση του λόγου λύσης, δηλαδή για την καταβολή του αρχικού κεφαλαίου. Αν αιτιολογημένα θεωρηθεί από το δικαστήριο ότι δεν συντρέχει λόγος για να οριστεί προθεσμία ίασης, τότε η εταιρεία λύεται. Τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να είναι η βεβαίωση των ιδρυτών ως προς το δικαστήριο λύσης της εταιρείας ότι δεν προτίθενται να καταβάλουν το κεφάλαιο που τους αναλογεί. 

ΕΥΘΥΝΕΣ ΙΔΡΥΤΩΝ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ (ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ)

Δεν πρέπει να παραληφθεί ότι μπορεί να ανακύψει ευθύνη των ιδρυτών σύμφωνα με το Νόμο 4548/2018,  άρθ. 10 παρ. 2 κατά το οποίο οι ιδρυτές είναι υπεύθυνοι για την αποκατάσταση της ζημιάς που υπέστη η εταιρεία ή οι καλόπιστοι τρίτοι, μέτοχοι ή μη, από τυχόν παράλειψη ή ανακριβείς πληροφορίες που δόθηκαν κατά την εγγραφή στο κεφάλαιο. Τρίτος μπορεί να είναι κάποιος συνιδρυτής ο οποίος υπέστη ζημιά. 

Επίσης, ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις προς το κοινό που αφορά την κάλυψη ή την καταβολή του κεφαλαίου τιμωρούνται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή από 10.000 μέχρι 100.000 ευρώ και αφορούν τους ιδρυτές, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή τον διευθυντή της εταιρείας (αρθ. 176 του Νόμου 4548/2018). Οι μεν ιδρυτές ευθύνονται ποινικώς μόνο κατά το στάδιο της ίδρυσης. Υπάρχει επίσης και η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου χωρίς να γίνεται ως προς τα μέλη του, διάκριση με βάση την ειδικότερη θέση που κατέχουν (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 2255). Τονίζεται επίσης ότι « η κρίσιμη ιδιότητα θα πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο πραγματοποίησης της ψευδούς ή παραπλανητικής δήλωσης» (ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2020, σ. 2255)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Με την παρούσα μελέτη με αφορμή την μη εμπρόθεσμη καταβολή μετρητών του κεφαλαίου σύστασης Ανώνυμης Εταιρείας, αναδείχθηκε η ανάγκη ύπαρξης καταστατικών διατάξεων οι οποίες μπορούν να ρυθμίσουν τον τρόπο καταβολής του ή να επηρεάσουν τον τρόπο που πρέπει να ενεργήσουν τα εταιρικά όργανα, όπως ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να λάβουν τις αποφάσεις τους. Αναφέρονται οι ενέργειες που πρέπει να γίνουν από το Διοικητικό Όργανο και με αυτή την αφορμή έγινε περιληπτικώς αναφορά στον τρόπο που πρέπει να ενεργήσει το Διοικητικό Συμβούλιο ώστε να μην πάσχουν από ακυρότητα οι αποφάσεις του. Τονίζεται επίσης, ο χρόνος που θα χρειαστεί ή ο χρόνος που μπορεί να κερδηθεί, μέχρι να προχωρήσει το Διοικητικό Συμβούλιο στην ακύρωση των μετοχών, ώστε να προχωρήσουν οι υπερήμεροι μέτοχοι στην κατάθεση της οφειλόμενης εισφορά τους.

Οι συνέπειες από τη μη εμπρόθεσμη καταβολή αρχικού κεφαλαίου με μετρητά μπορεί να είναι διαφορετικές και διαμορφώνονται είτε από το Νόμο είτε και από το καταστατικό σύστασης. Έτσι, οι μέτοχοι κατά τη σύσταση της εταιρείας θα πρέπει να λάβουν πλήρη ενημέρωση για τις επιλογές που τους δίνει ο νόμος ως προς την ρύθμιση των εταιρικών σχέσεων και σε ποιες περιπτώσεις αυτές μπορούν να διαμορφωθούν διαφορετικά με καταστατικές διατάξεις.  

Μπορείτε να αποθηκεύσετε ολόκληρο το άρθρο όπως αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Επιχείρηση” εδώ